υφαλοχαράδρα

υφαλοχαράδρα
η, Ν
επιμήκης και στενή κοιλότητα τού θαλάσσιου βυθού με απόκρημνες πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύφαλος + χαράδρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υφαλοχαράδρα — η (γεωγρ.), μακρόστενη κοιλότητα του θαλάσσιου βυθού με απόκρημνες πλευρές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κάρπαθος — I Νησί (301,17 τ. χλμ., 5.750 κάτ.) του νοτιοανατολικού Αιγαίου. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του δωδεκανησιακού συμπλέγματος, 25 ναυτικά μίλια ΝΔ της Ρόδου. Υπάγεται διοικητικά στον νομό Δωδεκανήσου. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη κωμόπολη, η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”